- πενηνταράκι
- το [πενηντάρι]1. παλαιό μέτρο χωρητικότητας ίσο με πενήντα δράμια υγρού, αλλ. πενηντάρι2. μεταλλικό κέρμα αξίας πενήντα λεπτών, το μισό τής δραχμής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενηνταράκι — το 1. βάρος ή όγκος 50 δραμιών. 2. κέρμα 50 λεπτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντηκοντάλεπτο — το νόμισμα αξίας πενήντα λεπτών, δηλαδή το μισό τής δραχμής, το πενηνταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λεπτό] … Dictionary of Greek
πενηντάρι — το 1. χαρτονόμισμα 50 ευρώ. 2. βάρος ή όγκος 50 δραμιών, πενηνταράκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)